- εξέχων
- ουσα , ον видный, выдающийся, известный, знатный;
εξέχούσα φυσιογνωμία — выдающаяся личность;
εξέχοντά πρόσωπα — знатные люди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξέχούσα φυσιογνωμία — выдающаяся личность;
εξέχοντά πρόσωπα — знатные люди
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξέχων — ἐξέχω stand out pres part act masc nom sg ἐκχώννυμαι imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐκχώννυμαι imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
ερίκνημος — ἐρίκνημος, ον (Μ) αυτός που έχει μεγάλες κνήμες, ο υψηλός, ο εξέχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κνημος (< κνήμη)] … Dictionary of Greek
ευπερίοπτος — εὐπερίοπτος, ον (Α) ευκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)] … Dictionary of Greek
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… … Dictionary of Greek
πρωτοπολίτης — ὁ, Μ 1. ο πρώτος μεταξύ τών πολιτών, ο εξέχων 2. στον πληθ. οἱ πρωτοπολῑται οι άριστοι, οι επιφανείς πολίτες … Dictionary of Greek
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek
Γουέινμπεργκ, Στίβεν — (Steven Weinberg, Νέα Υόρκη 1933 –). Αμερικανός φυσικός. Το 1954 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Κορνέλ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο ινστιτούτο θεωρητικής φυσικής της Κοπεγχάγης, όπου ξεκίνησε την έρευνα στη φυσική. Επέστρεψε στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek